- επόπτευση
- η (AM ἐπόπτευσις) [εποπτεύω]εποπτεία, επίβλεψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επόπτευση — η η εποπτεία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐποπτεύσῃ — ἐποπτάω roast besides pres part act fem dat sg (epic ionic) ἐποπτάω roast besides pres part act fem dat sg (epic ionic) ἐποπτεύω overlook aor subj mid 2nd sg ἐποπτεύω overlook aor subj act 3rd sg ἐποπτεύω overlook fut ind mid 2nd sg ἐποπτεύω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισκόπηση — η (AM ἐπισκόπησις) [επισκοπώ] εξέταση τού όλου, επόπτευση, επιθεώρηση (α. «επισκόπηση τών εργασιών τού συνεδρίου» β. «επισκόπηση τού απογευματινού τύπου») … Dictionary of Greek
εφημέρευση — η [εφημερεύω] επίβλεψη, φρούρηση, επόπτευση καθ όλη την ημέρα … Dictionary of Greek
εφορεία — και εφορία, η (ΑΜ ἐφορεία και ἐφορία) επίβλεψη, εποπτεία, επόπτευση, επιστασία νεοελλ. 1. αρχή ή υπηρεσία που ασκεί εποπτεία, επίβλεψη σε κάτι («εφορεία αρχαιοτήτων» «σχολική εφορεία»), 2. κρατική υπηρεσία που έχει έργο τη βεβαίωση τών φόρων και… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek